πενιχροτης

πενιχροτης
    πενιχρότης
    -ητος ἥ бедность Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πενιχροτης" в других словарях:

  • πενιχρότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρότητα — πενιχρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρότητος — πενιχρότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρότητα — η / πενιχρότης, ητος, ΝΑ [πενιχρός] νεοελλ. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού πενιχρού αρχ. πενία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»